σφάκηλος

σφάκηλος
ὁ, Α
βλ. σφάκελος (II).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”